- κοπριώδης
- κοπρ-ιώδης, ες,A = κοπρώδης, Hp.Coac.590, Thphr.CP2.6.3; full of dung,
τόπος PSI6.696.10
(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόπος PSI6.696.10
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπριώδης — κοπριώδης, ῶδες (Α) [κοπρία] κοπρώδης, γεμάτος κοπριά … Dictionary of Greek
κοπριώδη — κοπριώδης full of dung neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοπριώδης full of dung masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοπριώδης full of dung masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριῶδες — κοπριώδης full of dung masc/fem voc sg κοπριώδης full of dung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)